Λογισμικό ανοιχτού ή κλειστού κώδικα; Η αναζήτηση της ισορροπίας.
Σαν συμβολή στο συνέδριο ανοικτού λογισμικού που γίνεται αυτές τις ημέρες δημοσιεύουμε μετάφραση άρθρου από το VoxEU.org των Σεμπάστιαν Ένγελχαρτ, Ανδρέα Φρέιταγκ και Στέφαν Μάουρερ σχετικά με την απαραίτητη ισορροπία στη χρήση του ανοικτού λογισμικού και του λογισμικού κλειστού κώδικα .Την μετάφραση του κειμένου έχει επιμεληθεί ο Λάζαρος Αγαπίδης
Πρόλογος:
Οι κυβερνήσεις ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για την προώθηση του λογισμικού ανοιχτού κώδικα. Ωστόσο, οι πολιτικοί σπάνια έχουν σχηματίσει μία οποιαδήποτε σαφή θεωρητική και εμπειρική αιτιολόγηση για μία τέτοια πολιτική. Το άρθρο αυτό διερευνά τις πρόσφατες μελέτες που δείχνουν ότι το λογισμικό ανοιχτού κώδικα και το ιδιοκτησιακό λογισμικό ενισχύονται μεταξύ τους και πρέπει να συνυπάρχουν. Η υπερβολική χρήση του λογισμικού ανοιχτού κώδικα μπορεί τελικά να είναι κακό πράγμα.
Το Ελεύθερο Λογισμικό και το Λογισμικό Ανοικτού Κώδικα (ΕΛ/ΛΑΚ), όπως το λειτουργικό σύστημα Linux χαρακτηρίζεται από την ελεύθερη πρόσβαση που δίνεται στο πηγαίο κώδικα το οποίο αναπτύσσεται με ένα δημόσιο, συνεργατικό τρόπο. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας αυτής αρχικά είχε μη εμπορικού χαρακτήρα, κατά την τελευταία δεκαετία, οι εταιρείες άρχισαν να αναρωτιούνται κατά πόσον παρόμοιες πρακτικές με αυτές του ΕΛ/ΛΑΚ μπορούν να αξιοποιηθούν για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια έκρηξη από επιχειρηματικά σχέδια και επενδύσεις που βασίζονται στο μοντέλο του ΕΛ/ΛΑΚ σε όλο το φάσμα του τομέα της τεχνολογίας της πληροφορικής και των επικοινωνιών.
Οι κυβερνήσεις επίσης άρχισαν να ενδιαφέρονται και να πειραματίζονται με διάφορα μέτρα υπέρ του ΕΛ/ΛΑΚ όπως αγοραστικές προτιμήσεις, φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις. Στην αρχή, η υπόθεση πίσω από τις πολιτικές αυτές φαίνεται να ήταν ότι τα πακέτα ΕΛ/ΛΑΚ ήταν εγγενώς πιο αποδοτικά από ιδιόκτητό λογισμικό ή λογισμικό «κλειστού κώδικα» (ΛΚΚ). Αυτή η αιτιολογία υποστηρίζει σχεδόν κάθε πολιτική που υπόσχεται να αυξήσει την χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ. Πιο πρόσφατα, ωστόσο, ορισμένοι πολιτικοί έχουν αρχίσει να ισχυρίζονται ότι η κοινωνία χρειάζεται μια «ισορροπία» από ΛΚΚ και ΕΛ/ΛΑΚ επιχειρήσεις. Αλλά πώς μπορούν αυτοί που χαράζουν τις πολιτικές να αναγνωρίσουν την σωστή ισορροπία; Οι παρεμβάσεις υπέρ του ΕΛ/ΛΑΚ δεν έχουν νόημα αν ήδη υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ΕΛ/ΛΑΚ.
Η ερώτηση κρίσεως
Η ερώτηση κρίσεως, βέβαια, είναι το αν οι κυβερνήσεις μπορούν καν να επηρεάσουν το ΕΛ/ΛΑΚ. Πριν από δέκα χρόνια, οι περισσότεροι μελετητές ήταν απαισιόδοξοι. Αυτό ήταν λογικό σε μια εποχή όπου το ΕΛ/ΛΑΚ στηρίχτηκε από μη εμπορικά κίνητρα, όπως ο αλτρουισμός και η φήμη. Πώς επηρεάζεται ένα «κίνημα» που κυριαρχείται από φοιτητές;
Από τότε, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά. Ο Ντέσπαντε και ο Ρίχλε (2008) αναφέρουν ότι ο τομέας ΕΛ/ΛΑΚ αυξήθηκε από περίπου 500 έργα το 2001 σε 4.500 το 2007. Επιπλέον, αυτή η ανάπτυξη κυριαρχούνταν από επιχειρηματικά μοντέλα στα οποία οι εταιρείες συνέβαλλαν σε μια κοινή βάση πυγαίου κώδικα με τις ελπίδες της αύξησης της ζήτησης για ορισμένα συναφείς προϊόντα (π.χ. εξοπλισμό, λογισμικό) ή υπηρεσίες. Αυτή η κερδοσκοπική νοοτροπία σαφώς ανταποκρίνεται στις παραδοσιακές κυβερνητικές πολιτικές φορολογίας και δαπάνης.
Οι δυτικές κυβερνήσεις, λοιπόν, θα συναντήσουν ελάχιστες δυσκολίες στο να επηρεάσουν την ανάπτυξη του ΕΛ/ΛΑΚ. Οι κυβερνήσεις στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ως συνήθως, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες προκλήσεις. Ο βον Ένγελχαρτ και ο Φρέιταγκ (2010) μελετάνε τις διαφορές μεταξύ των δραστηριοτήτων ΕΛ/ΛΑΚ σε 70 χώρες. Βρίσκουν ότι τα κύρια στοιχεία που επηρεάζουν την δραστηριότητα του ΕΛ/ΛΑΚ είναι οι γενικευμένοι πολιτικοί παράγοντες όπως η διαπροσωπική εμπιστοσύνη, η ευνοϊκή στάση απέναντι στην επιστημονική πρόοδο και μια κουλτούρα αυτοκαθορισμού και ατομικότητας. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέχει αυτές τις προϋποθέσεις από την μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο, ενθαρρυντικό είναι το ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι τα ισχυρά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και η απελευθερωμένες αγορές προωθούν το ΕΛ/ΛΑΚ. Οι κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου θα βρουν τέτοιου είδους παρεμβάσεις πιο εύκολες στη διαχειριστεί.
Αποκτώντας την σωστή αναλογία
Ωστόσο, έχοντας την ικανότητα είναι μόνο η μισή ανάλυση. Πώς θα πρέπει οι κυβερνήσεις να την χρησιμοποιήσουνε; Μια σημαντική θεωρητική άποψη ξεκινά από την παρατήρηση ότι το ΕΛ/ΛΑΚ και το ΛΚΚ είναι ατελή εργαλεία το καθένα από τα οποία έχει διάφορα πλεονέκτημα και μειονέκτημα (βον Ένγελχαρτ 2008). Αυτό σημαίνει ότι οι μεγάλες σύγχρονες οικονομίες θα απαιτήσουν ένα μίγμα των δύο μεθόδων.
Επιπλέον, ο βον Ένγελχαρτ και ο Μάουρερ (2010) περιγράφουν μια σημαντική ένδειξη για την επιλογή αυτού του μίγματος. Τονίζουν ότι η ύπαρξη των ΛΚΚ αυξάνει την παραγωγή των ΕΛ/ΛΑΚ και αντιστρόφως. Για να δούμε γιατί, ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας κόσμος με μόνο ΕΛ/ΛΑΚ στον οποίο κάθε εταιρεία προσφέρει στους καταναλωτές ακριβώς το ίδιο κοινόχρηστο κώδικα όπως κάθε άλλη εταιρεία. Εξ ορισμού καμία εταιρεία δεν μπορεί στη συνέχεια να ανταγωνιστεί παράγοντας περισσότερο πυγαίο κώδικα από τους ανταγωνιστές της. Αυτή η έλλειψη ανταγωνισμού καταστέλλει την παραγωγή πυγαίου κώδικα για τον ίδιο λόγο που τα καρτέλ καταστέλλουν την παραγωγή. Αντίστροφα, ένα ευρύ φάσμα γενικών μοντέλα προβλέπουν ότι η παραγωγή λογισμικού θα ακμάσει όταν περίπου 15% έως 20% όλων των επιχειρήσεων υιοθετήσουν μεθόδους ΕΛ/ΛΑΚ.
Χωρίς συγκεκριμένες αποδείξεις για το αντίθετο, το γεγονός αυτό δείχνει ότι η πολιτική ανταγωνισμού δεν πρέπει να αποθαρρύνει τις ΕΛ/ΛΑΚ συνεργασίες τα μέλη της οποίας αποτελούν λιγότερο από το 20% περίπου της αγοράς. (Οι μεγαλύτερες συνεργασίες μπορούν επίσης να είναι αποδεκτές και θα πρέπει να εξεταστεί η κάθε περίπτωση χωριστά). Στις ΗΠΑ, οι αρχές έχουν εφαρμόσει έναν παρόμοιο κανόνα για κοινές δραστηριότητες στην έρευνα και ανάπτυξη επιχειρήσεων. Αυτή, λοιπόν, είναι η «ισορροπία» για την οποία μιλούν οι πολιτικοί.
Αυτό θα ήταν το τέλος της ιστορίας αν μπορούσαμε να εμπιστευτούμε τις αγορές να διατηρήσουν το σωστό μίγμα των ΕΛ/ΛΑΚ και ΛΚΚ επιχειρήσεων. Ωστόσο, υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι να αμφιβάλλουμε γι’ αυτό:
• Πρώτον, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στις οποίες επιχειρήσεις που θα θέλανε να υιοθετήσουν το ΕΛ/ΛΑΚ δεν μπορούν να εισέλθουν επικερδώς σε κλάδους που κυριεύονται από ΛΚΚ, και αντιστρόφως. Για το λόγο αυτό, αναμένουμε ένα σημαντικό αριθμό καθαρών κρατικών βιομηχανιών να μετατραπούν οριστικά.
• Δεύτερον, ας δούμε αγορές όπου τα επιχειρηματικά μοντέλα ΕΛ/ΛΑΚ και το ΛΚΚ ήδη συνυπάρχουν. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι το ΕΛ/ΛΑΚ λειτουργεί ως ντε φάκτο καρτέλ. Αυτό συνήθως κάνει τις ΕΛ/ΛΑΚ επιχειρήσεις πιο επικερδείς από έναν ισοδύναμο αριθμό ΛΚΚ επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, εκτιμούμε ότι οι περισσότερες αγορές θα φιλοξενήσουν πολύ περισσότερες ΕΛ/ΛΑΚ επιχειρήσεις απ’ ό,τι οι πολιτικοί θα θέλανε.
Πώς θα πρέπει οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν;
Μια προφανής λύση είναι η προώθηση της ανάπτυξης του ΕΛ/ΛΑΚ (ή του ΛΚΚ) σε αγορές όπου αυτό έχει ήδη καθιερωθεί, δηλαδή σε αγορές όπου το ΕΛ/ΛΑΚ (ή το ΛΚΚ) έχουν ήδη παρουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι παρεμβάσεις αυτές θα πρέπει να γίνουν για κάθε περίπτωση χωριστά. Πολύ πιο γενικές πολιτικές θα χρειαστούν για να προσαρμοστεί ο αριθμός των ΕΛ/ΛΑΚ επιχειρήσεων σε μεικτές αγορές. Μία λεπτομερής ανάλυση δείχνει ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να φορολογούνται οι επιχειρήσεις ΕΛ/ΛΑΚ και τα έσοδα αυτά να χρησιμοποιηθούν για την παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων για τις ΛΚΚ επιχειρήσεις. Βεβαίως, αναγνωρίζουμε ότι η αλτρουιστική εικόνα του ΕΛ/ΛΑΚ μπορεί να κάνει τέτοιες πολιτικές πολιτικά εξωπραγματικές. Αυτό, ωστόσο, θα μπορούσε εύκολα να αλλάξει, καθώς το κοινό μαθαίνει να συνδέσει το ΕΛ/ΛΑΚ με εταιρείες όπως IBM, Sony Ericsson και LG. Εν τω μεταξύ, η ανάλυσή μας δείχνει ότι οι τρέχουσες προτάσεις που υποστηρίζουν αγοραστικές προτιμήσεις για το ΕΛ/ΛΑΚ είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένες και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με καχυποψία.
Στη θεωρία, η κυβέρνηση μπορεί επίσης να παρέμβει με την αγορά περισσότερου ΕΛ/ΛΑΚ απ’ ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι διατεθειμένος να χρηματοδοτήσει. Η θεωρία προτείνει ότι αυτό μπορεί να βελτιώσει συχνά την αγορά. Ωστόσο, η άμεση χρηματοδότηση της παραγωγής ΕΛ/ΛΑΚ θα αποφέρει μια σειρά από γνωστά προβλήματα:
• Πρώτον, οι πολιτικοί σπάνια γνωρίζουν ποια έργα είναι θα προσφέρουν το μεγαλύτερο κοινωνικό όφελος ανά ευρώ. Ιστορικά, αυτό έχει πείσει τις κυβερνήσεις να επενδύουν σε έργα με μικρή ή καμία αξία.
• Δεύτερον, οι δημόσιες επενδύσεις αναπόφευκτα παράγουν πιέσεις για δαπάνες που προσφέρουν ελάχιστη ή καμία αξία για την κοινωνία.
Αντίθετα, το επιχείρημα ότι οι δημόσιες επενδύσεις είχαν κακή διαχείριση κατά το παρελθόν δεν είναι οριστικό. Η οικονομική βιβλιογραφία είναι γεμάτη με έξυπνη έγγραφα «σχεδιασμού μηχανισμών» που εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να παρακολουθήσουν τις αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα σχετικά με το ποια έργα προσφέρουν (και δεν προσφέρουν) αξία. Πιθανώς το πιο απλό σχέδιο θα ήταν η κυβέρνηση να παρακρατήσει τις χρηματοδοτήσεις μέχρις ότου οι εταιρείες εξήσουν μεγάλες επενδύσεις (Μάουρερ και Σκότσμερ 2004).
Τελικές παρατηρήσεις
Είκοσι χρόνια μετά, η επανάσταση του ΕΛ/ΛΑΚ είναι ισχυρότερη από ποτέ. Εν τω μεταξύ, οι μελετητές έχουν μάθει πολλά για αυτή τη νέα μέθοδο παραγωγής. Οι κυβερνήσεις πρέπει να γνωρίζουν γι’ αυτές τις ιδέες.
References
Benkler, Y (2002), “Coase’s penguin, or, Linux and the nature of the firm”, Yale Law Journal, 112(3):369-437.
CSIS (2008), “Government open source policies”, Centre for Strategic and International Studies.
Dahlander, L and MG Magnusson (2005), “Relationships between open source software companies and communities: Observations from nordic firms”, Research Policy 34(4):481-493.
Deshpande, A and D Riehle (2008), “The total growth of open source”, in B Russo, E Damiani, S Hissam, B Lundell, and G Succi (eds.), Open Source Development, Communities and Quality, Vol. 275 of IFIP International Federation for Information Processing, Springer, 197-209.
von Engelhardt, S and A Freytag (2010), “Institutions, culture, and open source”, Jena Economic Research Papers 2010-010, Friedrich-Schiller-University Jena and Max-Planck-Institute of Economics.
von Engelhardt, S, SM Maurer (2010), “The new (commercial) open source: Does it really improve social welfare?”, Berkeley Goldman School of Public Policy Working Paper 10-001.
von Engelhardt, S (2008), “Intellectual property rights and ex-post transaction costs: the case of open and closed source software”, Jena Economic Research Papers 2008-047, Friedrich-Schiller-University Jena and Max-Planck-Institute of Economics.
Ghosh, RA, R Glott, B Krieger, and G Robles (2002), “FLOSS final report, part 3: Basics of open source software markets and business models”, International Institute of Infonomics, University of Maastricht.
Lerner, J and J Tirole (2005), “The economics of technology sharing: Open source and beyond”, Journal of Economic Perspectives, 19(2):99-120.
Lerner, J, PA Pathak, and J Tirole (2006), “The dynamics of open-source contributors”, American Economic Review, 96(2):114-118.
Lessig, L (1999), Code and Other Laws Of Cyberspace, Basic Books.
Lessig, L. (2006), Code: Version 2.0, Basic Books.
Maurer S and S Scotchmer (2004), “Procuring Knowledge”, in G Libecap (ed.), Advances in the Study of Entrepreneurship, Innovation and Growth: Vol. 15, JAI Press.
Schmidt, KM and M Schnitzer (2003), “Public subsidies for open source? Some economic policy issues of the software market”, Harvard Journal of Law & Technology, 16(2):473-505.